ενωνά

ενωνά
ἐνωνά και ἐνώνα, η (Α) [εν + ωνή]
αρχ. βοιωτ. λ. αντί ἔμπασις* ή ἔγκτησις*
το δικαίωμα αγοράς κτημάτων σε ξένο δήμο ή περιοχή (δικαίωμα που παρεχόταν σε ξένους ως προνόμιο ή αμοιβή).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”